καταβάσης

καταβάσης
κατάβασις
way down
fem nom/voc pl (doric aeolic)
καταβά̱σης , καταβαίνω
go
aor part act fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σλάλομ — το, Ν άκλ. 1. (αβλ.) χιονοδρομικό αγώνισμα κατάβασης, το οποίο ακολουθεί συγκεκριμένη διαδρομή σε ειδική πίστα κλιτύος μεγάλης σχετικά κλίσης που επισημαίνεται με ψηλούς και λεπτούς πασσάλους οι οποίοι φέρουν μικρές σημαίες στις κορυφές τους,… …   Dictionary of Greek

  • Robert Bly — Pour les articles homonymes, voir Robert et Bly (homonymie). Cet article concerne le poète. Pour l écrivain américain Bob Bly faisant autorité sur des sujets liés au monde des affaires (copywriting, écriture freelance, marketing…), voir Robert W …   Wikipédia en Français

  • σκι — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζουμε τόσο το άθλημα, όσο και τα ειδικά χιονοπέδιλα με τα οποία γίνεται. Τα πέδιλα αυτά είναι δύο μακριά πατίνια γυρισμένα προς τα πάνω στην άκρη, που αρχικά τα κατασκεύαζαν από ξύλο και τώρα, με τη συνδιασμένη… …   Dictionary of Greek

  • τομπογγάνιγκ — το, Ν άκλ. (αθλ.) το άθλημα τής κατάβασης μιας πλαγιάς που καλύπτεται από χιόνι ή τεχνητό πάγο, όταν αυτή γίνεται με ένα έλκηθρο χωρίς παγοπέδιλα, το οποίο ονομάζεται τόμπογγαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tobogganing < ρ. toboggan < toboggan… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”